κιναιδεια

κιναιδεια
    κιναιδεία
    κῐναιδεία
    ἥ Aeschin. = κιναιδία См. κιναιδια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κιναιδεια" в других словарях:

  • κιναιδεία — κιναιδεία, ἡ (Α) [κιναιδεύομαι] 1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία 2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων …   Dictionary of Greek

  • κιναιδείας — κιναιδείᾱς , κιναιδεία unnatural lust fem acc pl κιναιδείᾱς , κιναιδεία unnatural lust fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδία — κιναιδία, ἡ (Α) [κίναιδος] 1. κιναιδεία* 2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • λακκοπρωκτία — λακκοπρωκτία, ἡ (Α) [λακκόπρωκτος] 1. το να έχει κάποιος ευρύ πρωκτό 2. η παρά φύσιν συνουσία, κιναιδεία …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»